- φυτοζωώ
- φυτοζώησα1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις.2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί.3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό.4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.